…που μακάρι να ήμουν ένας λουστραδόρος να περνάς καθημερινά με την ομπρελίτσα σου κυρ kukuzeli μου, να σταματάς να σου γυαλίζω τα λουστρίνια εφ’ όρου ζωής, εντελώς τσάμπα, τι λέω, μακάρι να σε πλήρωνα κιόλας, άμα είχα τι θα με πείραζε να σου δίνω και κάτι, όχι κάτι, ολόκληρη την είσπραξη της ημέρας να σου έδινα, δεν είναι δα και κανένα μεγάλο ποσό δύο τρεις δεκάρες ημερησίως εκεί πέρα, γνωρίζεις τι κρίση περνάει το επάγγελμα μετά την είσοδο της ελβιέλας,
τέλος πάντων μη σε απασχολώ και με τα δικά μου, εσύ να είσαι καλά κυρ kukuzeli μου, υγεία πάνω από όλα να υπάρχει και τα υπόλοιπα έρχονται, όπως ήρθαν και στη δική μου τη ζωή χάρις σε σένα, γιατί τι ήμουν εγώ πριν από εσένα κυρ kukuzeli μου, ένα μυρμήγκι ήμουνα που κινδύνευε να το πατήσουν, ο τελευταίος τροχός της αμάξης κι η τελευταία μισοσκαλισμένη τρύπα του ζουρνά, ή για να μη μιλάω με φτηνές μεταφορές και παρομοιώσεις σε σένα που είσαι σπουδαγμένος, να πω ότι ήμουνα εντέλει ένα ψίχουλο που κύλησε από το τραπέζι του πλουσίου και έπεσε ως κόκκος σινάπεως και έκανε ταπ ταπ ταπ καθώς μπίστηξε για λίγο στο ελαστικό δάπεδο,
ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν το αντιληφθεί το ωραίο παράξενο πουλί και το αρπάξει με το ράμφος του στον αέρα και το πάει στη φωλίτσα του, την ώρα που απέξω λυσσομανούσε ο βοριάς φουυυοουυ και κουνιούνταν τα κλαδιά χραατς χροοουτς και τα φύλλα κάνανε μούρ μουρρρρ, φςςςςς, και πάλι μούρρρ μουρ μουρρρρρ, ή ίσως και να υπέθετα ότι έτσι θα κάνανε γιατί εγώ έτρεμα σύγκορμος από το φόβο μου, ότι δηλαδή όπου να ’ναι θα με κάνει μια χαψιά το πουλί και τέλος η μποέμικη ζωή και οι βόλτες με γρήγορα σπορ αυτοκίνητα βζιν βζιν, και αντίο κρουασάν και λιμπερασιόν και γόνατα της Κλαίρης, αντίο κοντάκια και καταβασίες των ωδών και αντίο ξημερώματα του Αυγούστου στην Ανάφη, πρέπει να πέρασε ολόκληρη η σύντομη ζωή μπροστά απ’ τα μάτια μου δεν εξηγούνται τόσες λεπτομέρειες,
μα να σου εσύ κυρ kukuzeli μου, που με το ωραίο σου παράστημα, με την ωραία ομπρελίτσα σου εκ Παρισίων που ποτέ δεν αποχωρίζεσαι, δευτερόλεπτα πριν τη σίγουρη κατάποσή μου απ’ το ωραίο πουλί, στάθηκες παραξενεμένος μπροστά στη φωλιά και με το εξασκημένο μάτι σου παρατήρησες το τρεμάμενο ψίχουλο δηλαδή εμένα κυρ kukuzeli μου, κι αμέσως, με τη γνωστή σου εγκαρδιότητα χτύπησες το πουλί στην πλάτη λέγοντας καλέ μου φίλε τσαλαπετεινέ δεν φαντάζομαι να καταπιείτε τον βιβλικό κόκκο της σινάπεως, όχι καλέ είπε ο τσαλαπετεινός, περισσότερο για ντεκόρ το έχω εδώ το ψίχουλο, μάλλον από ευγένεια θα απήντησε έτσι, πολύ ωραία λοιπόν, συνέχισες εσύ κυρ kukuzeli μου, εν τοιαύτη περιπτώσει θα χαιρόμουν τα μάλα να περισυνέλεγα μετά πάσης φροντίδος τον μικρόν και απροστάτευτον ετούτον κόκκο σινάπεως, για μένα μίλησες έτσι κυρ kukuzeli μου,
και ευθύς, το δίχως άλλο με παράχωσες στην τσέπη του σακακιού σου, εκεί που βάνεις το λευκό μαντίλι, και κατρακύλησα και πήγα και σταμάτησα στο μονόγραμμα, με συγκράτησε η καλλιγραφική πλευρά του k, εκεί ακριβώς που κάνει το ανάγλυφο κοίλο σαν άγκιστρο αλλά μην το κοιτάς εδώ τώρα, θέλει να θυμάσαι τη γραμματοσειρά times, εσύ μου τα 'μαθες κι αυτά αργότερα και που λες κάθισα εκεί περιμένοντας με αγωνία, ένα τρεμάμενο ψίχουλο, ένα καρυδότσουφλο στον βόρειο παγωμένο ωκεανό της Παταγωνίας, μια παλλόμενη καρδούλα μεγέθους μηδέν κόμμα μηδέν μηδέν μηδέν τρία μικροκιβυστόμετρα του μικροχιλιοστομέτρου που ανοιγόκλεινε κάνοντας μπουπ μπουπ, μπουπ μπουπ, μπουπ μπουπ, έτσι την άκουγα εγώ δηλαδή, γιατί καταλαβαίνεις τι διαστολή και τι ήχο να κάνουν τα μηδέν κόμμα μηδέν μηδέν μηδέν τρία μικροκυβυστόμετρα του μικροχιλιοστέμετρου όταν ανοιγοκλείνουν.
Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να μην ήμουν καν ψίχουλο δηλαδή, γιατί είναι και παράδοξο τρόπον τινά να ήμουν ψίχουλο, αλλά μπροστά σου κυρ kukuzeli μου έτσι αισθάνθηκα και μου ’μεινε η τεράστια μειονεξία από τη σύγκριση των μεγεθών, και δικαίως, γιατί κακά τα ψέματα, είναι μεγάλη η απόσταση που μας χωρίζει, είναι άλλα τα ύψη τα δικά σου και άλλα τα χαμηλά τα δικά μου, που μακάρι δηλαδή κυρ kukuzeli μου να ήμουν ένας λουστραδόρος να περνάς καθημερινά με την ομπρελίτσα σου…
*
thas